αξύπνητος

αξύπνητος
-η, -ο
1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του
2. εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς
3. το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητος
ο θάνατος
4. μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αξύπνητος, η, -ο — και ανεξύπνητος, η, ο επίρρ. α εκείνος που δεν ξυπνά: Μεσημέριασε κι είναι ακόμη αξύπνητος· «ύπνος αξύπνητος», ο θάνατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέγερτος — ἀνέγερτος, ον (Α) [ανεγείρω] (για ύπνο) αξύπνητος, αυτός που δεν μπορεί να διακοπεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”